τσουνί

τσουνί
το, Ν
1. μίσχος, κοτσάνι φύλλου ή καρπού
2. συνεκδ. πέος αγοριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κύων, κυνός, μέσω ενός υποκορ. *κυνίον με τσιτακισμό και διατήρηση τής αρχ. προφοράς τού -υ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσούνι — το, Ν καθένα από τα ξυλάκια με τα οποία παίζεται το παιχνίδι τσούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσουνί με αλλαγή τόνου] …   Dictionary of Greek

  • τσουνί — το 1. μίσχος φύλλου ή καρπού δέντρου, κοτσάνι. 2. μτφ., το πέος βρέφους ή μικρού παιδιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσουνάτη — η, Ν (τσουνί] ποικιλία ελιάς …   Dictionary of Greek

  • τσούνα — η, Ν πέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσουνί + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. καλύβ α)] …   Dictionary of Greek

  • τσούνια — η, Ν [τσούνι] παιχνίδι κατά το οποίο οι παίκτες προσπαθούν με μια ξύλινη σφαίρα να ρίξουν κάτω πέντε ξυλάκια με κωνοειδές σχήμα, τα οποία είναι όρθια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”